- κοκκωτός
- η , ό[ν] зернистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοκκωτός — ή, ό (AM κοκκωτός, ή, όν) [κόκκος] νεοελλ. μσν. αυτός που αποτελείται από κόκκους, σπυρωτός, κοκκώδης μσν. κατάστικτος, πιτσιλωτός αρχ. 1. αυτός που έχει σχήμα κόκκου 2. το ουδ. ως ουσ. τό κοκκωτόν ο καρπός τής ροδιάς, το ρόδι … Dictionary of Greek
κοκκώδης — ες 1. αυτός που αποτελείται από κόκκους ή τού οποίου η υφή ή η σύσταση μοιάζει με άθροισμα κόκκων, κοκκωτός, σπυρωτός 2. αυτός που περιέχει κοκκία («κοκκώδη κύτταρα» τα κοκκιοκύτταρα) 3. φρ. ανατ. «κοκκώδης στιβάδα» α) στρώμα αποπλατυσμένων… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek